Περιγραφή Εκείνο το πρώτο δειλινό της ελευθερίας εκάθισα και πάλιν εις το σκαμνάκι μου να βάλω εις τάξιν τις σκέψεις μου που εφώναζαν. Μία - μία εναπόθετα τις σκέψεις μου εις το κομποσχοίνι... Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον ημάς... Από μακριά ακούγονταν φωνές ανθρώπων, κουδούνια και βελάσματα. Κοπάδι που εκαλοκαίριαζε εις ράχην υψηλή πίσω από τους βράχους επήγαινε να βραδιάσει. Όταν μετά η νύχτα άπλωσε το σκοτάδι και ησύχασαν τα κουδούνια και τα βελάσματα έμεινε να ακούγεται φωνή μόνη, ήρεμη, ήχος γνωστός, τραγούδι εις ήχον θρηνωδό πλάγιον α'... ένα Σαββάτο βράδυ Βαγγελίτσα μου... Απαλός, σιγανός θρήνος. Δεν εγνώριζα ποιος θρηνούσε, ποιον θρηνούσε... Και όμως εις τις ημέρες του θριάμβου ο θρήνος ήτο εκεί, εις την ψυχήν του ανθρώπου. Καθώς βουνά, ράχες, δέντρα, άνθρωποι είχαν χαθεί εις το σκοτάδι έμεινε ν' ακούγεται μόνον ο θρήνος, ωσάν να τον έφερνε η νύχτα. Ωσάν η Θεσσαλία εις τις στιγμές του θριάμβου της θρηνούσε τις Βαγγελίτσες που εχάθησαν, τις νέες που δεν έζησαν, τους νέους που έμειναν εις τα βουνά και εις τις σούδες. Ωσάν η Θεσσαλία ήθελε να παρηγορήσει, να νανουρίσει τον αιώνιον ύπνον όσων εχάθησαν δια να έρθει η στιγμή του θριάμβου της.