Περιγραφή Ποιος άκουσε μεσημέρια,φίδια που χαμοσέρνονται μες τα χλωρά χορτάρια,Και ποιος στρατάρχης πέρασε,κρατώντας για όπλο της ελπίδας το δαυλό,να ξεδιαλύνει της ζωής σκοτάδιαΜα ευτυχώς που οι χούφτες μαςξεπλένουνε το πρόσωπο ξυπνώντας το να βλέπει,τα κρίματα π’ αφήνουνε πάμφτωχη τη ψυχή μας!Ανθρώπους που αμαυρώνουνε, τις όμορφες στιγμές,γυναίκες ξεκοιλιάζοντας που συγκρατούνε βρέφηκαι πυρκαγιές ανάβοντας ληστεύοντας ανάσες,αποτεφρώνοντας ζωής πτυχές…Αποκαΐδια και καπνούς, αφήνοντας για ενοχές!Ποιος καβαλάρης διάβηκε πλακοστρωμένες στράτεςξυπνώντας μας χαράματα, απ’ το λήθαργο ζωής,Μα δεν υπάρχουν μάρτυρες, αφού οι τυφλοί δε βλέπουνκι αυτούς που τον ακούσανε, κανένας δεν πιστεύει…Κι ύστερα λόγια ανείπωτα,φαίνονται σαν τα βρέφη, που ενώ μητέρα έχουνε,πατέρα δε γνωρίζουν!Με αγέρα μοιάζει η ζωή, που σπάει τα ακροκλώνιααπό το δένδρο της χαράς,προτού να ξελοβιάσουν.Γιάννης ΜπόκαςΑύγουστος 2023