Περιγραφή ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ18-5-2018 Έργο 34 αρ. 11Ήταν παρμένη της γριάς η γλώσσα.Ακόμα και η σίβυλλα η δελφικήΣτις άναρθρες δικές της τις κραυγέςΠιο νόημα έδινε. Μα, …ποιο νόημα, Κι έτσι έμαθα απ’ την μάγισσα την κλώσσα,Την άγλωσση, μιαν άγνωστην αλήθεια, εκεί.Πως, έτσι η Μούσα, αυτή που ακρογιαλιέςΠοτέ δεν είχε φοβηθεί, κι αγνόημα! Κι ήτανε νύχτα, κι ήταν φεγγαράδα.Κι αυτό δεν τα απέκλειε τα ξωτικά,Νεράιδες ούτε στην ολίγαστρην απλάδαΤων θόλων, των βουνών τα υψηλά. Λευκάτας. Κι η Δεκάτη πλησιάζει.Όλες οι αδερφές απόψε δεν πενθούν.:Κοιμούνται! - Το δαιμόνιο οργιάζει, ή,Ξεσπά απαλά το κύμα, του γυαλού ’ν. Κοιτάζει, αυτή, την μήνη που λαμπίζει.Το αταίριαστο ζευγάρι, εδώ χωρίζει.Θρηνεί η σελήνη εδώ για τον χαμένοΤον ήλιο, η Μέρα είπε της: «τόνε παίρνω». Όμοια είν’ ο Φάων σ’ άλλης την αγκάλη,Απόψε. Απόψε που η Σαπφώ κοιτά χαμαί.Σκάει θερινό το κύμα, όπως τότε.Αποσβολώνει και παγώνει η Μούσα η μεγάλη…Τα νεραϊδάκια, Να, ’ρχονται δαιμονισμένα.«Πέσε!» της λεν, κι εκείνη απελπισμέναΈπεσε και βυθίζεται. - Κοιμάστε,Εννιά αδερφές, γοργά, πια, μην λυπάστε! Την γη ευθύς, τους μορφισμούς αφήστε,Έστω αστεράκια γίντε, και μιλήστε!:«Σαπφώ, να μην βουτήξεις, αδερφή μας!Να μην σε ’βρουν νεκρή, βγούν’ οι λυγμοί μας!» Τα πρώτα τής Πλειάδος εφταστέρια:Των πήραν, όμως, τις ουράνιες θέσεις!Αστέρες δεν γενήκαν. - Νύχτα, δρούσες!Πώς να φιλοξενείς εσύ τις Μούσες, Κι όμως. Όχι μονάχα παραινέσεις,Ούτε λυγμούς ακούς, ούτε τζιέριαΗ σκοτεινή καρδιά σου! Μα, έχει μόνο:Την ξέπνοια της Σαπφώς, δαιμόνια, πόνο!…