Περιγραφή να ζω το θρίαμβο που όλο αναβάλλεται από το διαφωτισμό στο φωταγωγό να ζω την πτώση που όλο αναβάλλεται κι όλα αυτά αγαπημένο υποκείμενο γιατί δεν ήρθες να με σπρώξεις το βράδυ που μου υποσχέθηκες πως θα ρθεις όταν γλίστρησες στο δωμάτιο ένα κατάνυχτο και μου χάιδεψες στον ύπνο το κεφάλι θα ‘μουν δε θα ‘μουν έντεκα χρονών παιδί κανονικότατο με τα παιχνίδια του με τις σκανδαλιές του με τα λιγοστά δώρα του με το ξανθό του χνούδι παιδί κανονικότατο ως τη στιγμή που έτρεξα στους γονείς μου κλαίγοντας έτρεμα κι ούρλιαζα κάποιος μου άγγιξε το κεφάλι κάποιος μου άγγιξε το κεφάλι κι ανοίξανε όλα τα φώτα του σπιτιού ο πατέρας μου πήρε την καραμπίνα κι έψαχνε κάπως νωχελικά χωρίς να ‘χει πειστεί αν ψάχνει άνθρωπο ή τ’ όνειρό μου μέχρι που βρήκε το τζάμι του μπάνιου ορθάνοιχτο τότε με πίστεψαν πραγματικά η μάνα μου φώναζε Χριστέ μου μ’ αγκάλιαζε με ξαναγκάλιαζε κι ύστερα δεν άντεξε εκείνη πήγε στα χρυσαφικά της κι εγώ στο φόβο τον οριστικό τη σάκα μου τι με πιασε και πήγα τι με μαγνήτισε πήγα κι αντίκρυσα μια σάκα του δημοτικού απ’ τις μακρόστενες με το κοκάλινο χερούλι την είδα γεμισμένη χώμα μέχρι πάνω και όπως πάγωσαν τα πόδια μου φωνή δε μου ‘βγαινε απλά γονάτισα μπροστά της έπεσα είναι το σωστό αλλά το λέω γονάτισα γιατί αν με ‘βλεπε κανείς θα έλεγε κοίτα αυτός γονάτισε μπροστά στον παιδικό του τάφο η αστυνομία το αποκάλεσε παράξενο και σήκωσε τα χέρια ψηλά (sic) η γειτόνισσα το είπε μάγια ψιθυριστά στο μέσα δωμάτιο κι έκαμε το σταυρό της εγώ θα το αποκαλέσω ποίηση κι ας με ακούσουνε οι πάντες