Περιγραφή Ένας Ιταλός στην Ελλάδακάποιος έγραψε μία ερώτησηστον τοίχοπάνω απ’ το τραπέζι όπου κάθεσαιποιο είναι το πιο άσχημο μέρος του κορμιού σου,κι ένας χωρατατζής συμπλήρωσεγια χάρη του ανόητου γέλιου αυτών που θ’ ακολουθούσαντο μυαλό σουτ’ όνομα της ταβέρνας είναι νοσταλγικόλέγεταιόπως παλιάκι εγώ εξακολουθώ να γελώόταν το βλέμμα μουσυναντά το δικό σουκαι κατεβαίνει προς τη γραμμή των ώμωνμε μια κίνησηπου πηγαίνει απ’ το παρελθόνως τον ηλεκτρισμό που κάνειτα λεπτά να προχωρούνστο ρολόι μουυπενθυμίζοντάς μου πως οι λεπτομέρειεςστα σώματα των ανθρώπων που αγάπησακατά τη διάρκεια της ζωής μουεντυπώνονται πίσω απ’ τα μάτια μουεπανεμφανίζονται απροσδόκητακάθε φορά που τα κλείνωόπως οι λεπτομέρειες των σπιτιώνστις πόλεις όπου έζησακαι τα ζωηρά χρώματατων προσόψεών τουςθυμάμαι πωςη εκάβη στις τρωάδες του ευριπίδηαναπολεί τη συνήθεια του έκτοραν’ ακουμπά το σαγόνι του στην ασπίδαοι λεκέδες απ’ τον ιδρώτα του ίσωςκαι να είχαν αποτυπωθείστο εσωτερικό τηςκάπου ανάμεσα στο μέταλλο και το δέρμαεγώ αντιθέταέμαθα κοντά σουτο λιγότερο δραματικό απ’ όλακι είναι το μόνο που γνωρίζωγια το πώς να επιστρέφωστις πόλεις που δεν βρίσκονται πολύ μακριάαπ’ τη θάλασσαστις πυκνοκατοικημένες κεντρικές πλατείεςόταν τα μακρινά φώταμπερδεύονται με το αλάτι που λαμπυρίζειστον ωκεανόκι ανακαλύπτω πως κάθε φοράπου ανταλλάζουμε μπουφάνσταματώ να πεθαίνω