Περιγραφή Καθώς η γλωσσική διαφοροποίηση, έκφανση και αποτέλεσμα της πολιτισμικής διαφοροποίησης πολλών σημερινών κοινωνιών, δεν αφήνει ανέγγιχτο το ελληνικό σχολείο, διερωτόμαστε αν οι εκπαιδευτικοί των συμβατικών, ή κανονικών, τάξεων συντελούν ώστε να μην προσπεραστούν και αφεθούν οι όποιες γλωσσικές δεξιότητες των δίγλωσσων μαθητών εκτός σχολείου, ώστε δηλαδή αφενός να μη προκληθεί -ή επιταχυνθεί- γλωσσική μετατόπιση στους μαθητές αυτούς και αφετέρου να προωθηθεί η πρόοδός τους. Ορισμένες έρευνες έχουν δείξει ότι πολλοί εκπαιδευτικοί χαρακτηρίζονται από αμφιθυμία, τουλάχιστον, απέναντι στην αξία της βιωσιμότητας του διγλωσσικού κεφαλαίου των "αναδυόμενων δίγλωσσων" και από ροπή -ή εύνοια ή αδυναμία ή εμπιστοσύνη- προς την συμπίεσή του υπέρ της ελληνικής. Ποιες είναι, όμως, οι στάσεις των φιλολόγων, ειδικότερα, απέναντι στην κατάσταση αυτή Αισθάνονται οι φιλόλογοι την πρώτη γλώσσα ως παράγοντα που εμπλουτίζει την ομάδα και το μάθημα Είναι διατεθειμένοι να τη λάβουν υπόψη και να την αξιοποιήσουν Αυτά τα ερωτήματα μας ώθησαν στην διεξαγωγή της ποσοτικής αυτής έρευνας, η οποία, βάσει ενός δείγματος 496 φιλολόγων, έδειξε γενικά πως η αντίληψη ότι η ελληνική θα πρέπει να είναι ο μοναδικός πρωταγωνιστής στην τάξη και το μοναδικό μέσο στη γλωσσική εξέλιξη των δίγλωσσων μαθητών είναι κεντρική ιδέα στη σκέψη και στην πρακτική των φιλολόγων: με αυτόν τον τρόπο μπορεί να συντελεστεί η ελληνοποίησή τους, που είναι επιδίωξη. Είναι προφανές ότι οι φιλόλογοι αντιμετωπίζουν τις πρώτες γλώσσες απλώς ως ανθρώπινο δικαίωμα. Η αντίληψη αυτή είναι μια φαινομενικά δημοκρατική στάση, αλλά έχει, ωστόσο, τις συνέπειές της: η πρώτη γλώσσα θεωρείται ως αναφαίρετο δικαίωμα μόνο για τον ιδιωτικό χώρο, οπότε ο εκπαιδευτικός δεν φέρει καμία ευθύνη γι' αυτή. Οι στάσεις των φιλολόγων πρέπει, λοιπόν, να αλλάξουν και να γίνουν πιο θετικές και να ενταχθούν στη λογική της αναγνώρισης της γλωσσικής διαφοράς και της δημιουργικής αντιπαράθεσης όλων των μαθητών με τον (γλωσσικό) πλουραλισμό.