"Μάτια που δεν βλέπονται", υπάρχει περίπτωση να μην ξεχαστούν ποτέ. Όπως έγινε με τον Τάκη, που στην παιδική του ηλικία αγαπήθηκε με τη συνομήλική του Μαρία αλλά ο εμφύλιος τους χώρισε. Οι γονείς του Τάκη: ο πατέρας του σκοτώθηκε και η μάνα χάθηκε σε τόπο εξορίας. Κι αυτός οδηγήθηκε προσφυγόπουλο στην -τότε- ανατολική Γερμανία, όπου μεγάλωσε σπουδάζοντας μαζί με μια παρέα αγοριών. Όλα μπορεί να είναι υποδείγματα μαθητών και ανθρώπων, με όραμα για τη ζωή και το αύριο της πατρίδας τους, αλλά διαφωνούν -το καθένα με τον τρόπο του- για το πως θα πρέπει να υλοποιηθεί. Ο Τάκης -όπου κι αν πάει, ότι κι αν ζήσει- μένει με τη γεύση του ανικανοποίητου. Διαρκώς σκέπτεται το χωριό του, τον Άϊ-Λια και τη Μαρία του -το κορίτσι με τις μακριές πλεξούδες και τα γεμάτα λατρεία γι' αυτόν μάτια της. Τι κι αν ερωτευτεί με μια γερμανίδα, και είναι η πρώτη του φορά Αδιέξοδο και χωρισμός. Τι κι αν ερωτευτεί -μετά- την αδελφή του φίλου και συντρόφου του, του Γιώργου. Ο νόστος τον λυγίζει και η δικτατορία των συνταγματαρχών, το '67, του θέτει το δίλημμα: Να παραδοθεί στο ταπεινό σήμερα, ξεχνώντας τα όνειρά του ή ν' αγωνιστεί για την υλοποίησή τους. Αποφασίζει το δύσκολο δρόμο.