[...] Ο Μπαρτολομέο Μπελβιντέρο, ο πατέρας του δον Ζουάν, ήταν ένας γέρος ενενήντα χρόνων, που είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ασχολούμενος με εμπορικές επιχειρήσεις. Είχε διασχίσει πολλές φορές τις μυστηριώδεις χώρες της Ανατολής και είχε αποκτήσει τεράστια πλούτη και γνώσεις ακόμη πιο πολύτιμες, έλεγε, απ' το χρυσάφι και τα διαμάντια, στα οποία δεν έδινε πια καμία σημασία, "Προτιμώ ένα δόντι από ένα ρουμπίνι, και την εξουσία από τη γνώση" αναφωνούσε κάποιες φορές χαμογελώντας. Σ' αυτό τον καλό πατέρα άρεσε ν' ακούει τον δον Ζουάν να του διηγείται κάποια νεανική τρέλα του, κι έλεγε με σκωπτικό ύφος, προσφέροντας του άφθονο χρυσάφι: "Αγαπημένο μου παιδί, να κάνεις μόνο τις κουταμάρες που σου δίνουν ευχαρίστηση". Ήταν ο μοναδικός γέρος που χαιρόταν να βλέπει έναν νέο άντρα: παρακολουθώντας μια τόσο λαμπερή ζωή, η πατρική αγάπη ξεγελούσε τα δικά του γηρατειά. Όταν ο Μπελβιντέρο ήταν εξήντα χρόνων, είχε ερωτευτεί έναν άγγελο πραότητας και ομορφιάς. Ο δον Ζουάν ήταν ο μοναδικός καρπός εκείνου του όψιμου και σύντομου έρωτα. [...] Σ' αυτή τη "μαύρη" νουβέλα, ο Μπαλζάκ συνδυάζει δύο από τους πιο γνωστούς και δημοφιλείς θρύλους του δυτικο-ευρωπαϊκού φαντασιακού: το ελιξίριο της ζωής και το πρόσωπο του δον Ζουάν, του περιβόητου γυναικοκατακτητή. Ο συγγραφέας δίνει τη δική του εκδοχή, δημιουργώντας ένα έργο πρωτότυπο και διασκεδαστικό μέσα στη μακαβριότητά του.